θερμόνους

θερμόνους
θερμόνους
heated in mind
masc/fem nom pl
θερμόνους
heated in mind
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θερμόνους — θερμόνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός ο οποίος βρίσκεται σε έξαψη, ο αναστατωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + νους (< νους), πρβλ. βραδύ νους, κακό νους] …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”